Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό το εδάφιο..
Μια αναγκαία παρένθεση: Αυτό το εδάφιο είναι καταπληκτικό και θα έπρεπε να το αφιερώσουμε σε όλους όσους υποστηρίζουν ότι η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν όπως σε κάθε άλλη χώρα του κόσμου οποιανδήποτε εποχή. Ένας δούλος λοιπόν, έχει τόση ελευθερία και οικονομική άνεση ώστε να σπιτώνει έναν πολίτη!
Λίγο παρακάτω, ο Αισχίνης αναφέρει στην πρόταση 58
58. «Όταν λοιπόν ο Τίμαρχος έφυγεν από τον Πιττάλακον και επήγε με τον Ηγήσανδρον, ο Πιττάλακος ήτο πολύ στενοχωρημένος, νομίζω, διότι είχε την εντύπωσιν, ότι εις μάτην είχεν εξοδεύσει τόσα χρήματα..»
Καταλήγουμε λοιπόν στα εξής συμπεράσματα:
Υπήρχε μια ανοχή -από νομικής και ποινικής απόψεως- ως προς την ομοφυλοφιλία και τις σχέσεις μεταξύ δύο ενηλίκων ανδρών. Αρκεί αυτή η σχέση να ήταν κρυφή. Στην περίπτωση που η σχέση γινόταν δημοσίως γνωστή και ιδίως στην περίπτωση που οι ενήλικες συζούσαν τότε οι έκφυλοι και ακόλαστοι ενήλικες έχαναν το δικαίωμά τους στα δημόσια πράγματα και δεν μπορούσαν να απευθυνθούν στον λαό από δημόσιο βήμα. Και όλοι γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο για τον Έλληνα της εκείνης εποχής ήταν δυσβάστακτο.
Μάλιστα, ένας πολίτης έχανε το δικαίωμα στο δημόσιο λόγο όταν:
1. Απέφευγε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.
2. Σπαταλούσε την πατρική του περιουσία.
3. Ζούσε ακόλαστο βίο.
Αναλυτικώτερα:
Δεν είναι δυνατόν ένας ανυπότακτος να έχει λόγο για την πορεία της πόλεως όταν ο ίδιος αποφεύγει να την υπερασπιστεί. Δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί σε έναν πολίτη μια υπεύθυνη δημόσια θέση και άρα διαχείριση δημοσίου χρήματος, όταν ο ίδιος δεν είναι ικανός να διασφαλίσει ή να διαχειριστεί σωστά την πατρική του κληρονομιά. Το σκεπτικό ήταν πως δεν είναι δυνατόν ένας πολίτης να έχει λόγο για την πόλη την ίδια ώρα που ο ίδιος αδιαφορώντας για την εικόνα, για την κακή εικόνα που τις προσδίδει, διαπράττει ύβριν.
Ας φαντασθούμε το τι θα γινόταν αν σήμερα εφαρμόζονταν αυτοί οι νόμοι! Ειδικά στην χώρα μας, σχεδόν το 90% όσων βγαίνουν στα τηλεοπτικά κανάλια θα είχαν -βάση νόμου- σιγήσει και θα τους είχε απαγορευτεί κάθε επαφή με δημόσιο βήμα.
Ας επανέλθουμε τώρα στους νόμους περί ανδρικής πορνείας, αναλύοντάς τους περισσότερο. Μια διάταξη στερούσε λοιπόν τα πολιτικά δικαιώματα σε όποιον Αθηναίο πολίτη εμπλεκόταν σε μια ομοφυλοφιλική επαφή με στόχο το κέρδος, είτε στο παρελθόν, όταν ήταν νεαρό αγόρι, είτε ως ενήλικας. Έχανε το δικαίωμα να παίρνει το λόγο στην εκκλησία του δήμου και να συμμετέχει σε άλλες σημαντικές περιοχές της δημόσιας ζωής {όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Αθηναίων Πολιτεία (18.2), ο Δημοσθένης (19.2000, 257, 22.21, 31-3, ο Αισχίνης (1.3, 13-4, 18-9, 29), ο Αριστοφάνης στους Ιππείς (880 κ.εξ), ο Ισοκράτης στον Παναθηναϊκό (140-1), ο Ανδοκίδης (1.100-1)} Κατά δεύτερο λόγο, ο πατέρας, αδελφός, θείος ή κηδεμόνας ενός αγοριού, που το παραχωρούσε για σεξουαλικές υπηρεσίες επί πληρωμή, υπόκειτο σε δημόσια αγωγή, όπως και ο πελάτης (Αισχίνης 1.13-4) Τρίτον, μια γενική διάταξη απαγόρευε τη μαστροπεία ελευθέρων παιδιών ή γυναικών (Αισχίνης, Αριστοτέλης - Ηθικά Νικομάχεια 1131α 7) Τέλος, ο Αισχίνης επανειλημμένα υπαινίσσεται ότι ένας άνδρας που εξηγόρασε τις σεξουαλικές υπηρεσίες ενός Αθηναίου, μπορούσε επίσης να υποστεί σοβαρές κυρώσεις.
Η δεύτερη κατηγορία νόμων αφορούσε στην εκπαίδευση και έθετε μια σειρά λεπτομερών απαγορεύσεων σχεδιασμένων, μεταξύ άλλων, για να προστατεύουν τους μαθητές από την ερωτική προσοχή ενηλίκων ανδρών. Οι νόμοι αυτοί ρύθμιζαν όλες τις επαφές, όπως είδαμε, που είχαν τα αγόρια με ενήλικους άνδρες στη διάρκεια της φοιτήσεώς τους στο γυμνάσιο και προέβλεπε επίσης τον διορισμό στο γυμνάσιο δημοσίων αξιωματούχων που εξασφάλιζαν την τήρηση της τάξεως. Σύμφωνα με τον Αισχίνη, ο νόμος απαγόρευε να ανοίγουν τα σχολεία πριν την αυγή ή να μένουν ανοιχτά μετά τη δύση και όριζε ρητά ποιος επιτρεπόταν να εισέλθει και κάτω από ποιες προϋποθέσεις. Τέλος ένας άλλος νόμος απαγόρευε σε δούλους να ερωτοτροπούν με ελεύθερα αγόρια.
Το τρίτο είδος νομοθετικής απαγορεύσεως που αφορά την σεξουαλική κακοποίηση είναι περισσότερο προβληματικός από τα δύο προηγούμενα.
Η σύγχρονη γραμματεία πάνω στην παιδεραστία συχνά βεβαιώνει ότι δεν υπήρχε νόμος που να απαγόρευε σ' έναν Αθηναίο να ολοκληρώσει μια ερωτική σχέση μ' έναν ελεύθερο αγόρι χωρίς να χρησιμοποιήσει βία ή πληρωμή. Το σημείο αυτό αποτελεί κατά κανόνα το θεμέλιο λίθο της κρατούσας ερμηνείας (αναφέρω ενδεικτικά τον Dover & Foucault) Η ερμηνεία αυτή όμως στηρίζεται στην υπονοούμενη παραδοχή ότι μια τέτοια απαγόρευση θα ανήκε σε μια διάταξη που θα απαγόρευε ειδικά τη σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε αγόρια και άνδρες. Από τη στιγμή που δε γνωρίζουμε καμμία τέτοια διάταξη, συνάγεται ότι το είδος αυτής της ομοφυλοφιλικής επαφής βρισκόταν έξω από τις νομοθετικές ρυθμίσεις. Όμως μια τέτοια παραδοχή αγνοεί μιαν άλλη δυνατότητα, να διώκεται η ομοφυλοφιλική επαφή ενός άνδρα και ενός αγοριού από την οικογένεια του αγοριού σύμφωνα με το νόμο περί ύβρεως. Το γεγονός δηλαδή ότι ένα αγόρι συγκατατέθηκε στη σεξουαλική σχέση με έναν άνδρα μπορεί να μην εμπόδιζε την οικογένεια του αγοριού να ασκήσει δίωξη για την πράξη αυτή, θεωρώντας την επιζήμια για την τιμή του αγοριού, αλλά και για τη δική της τιμή, με τον ίδιο τρόπο που ο Ρωμαϊκός νόμος επέτρεπε τη δίωξη σεξουαλικών προσβολών σε μέλη της οικογένειας.
Εδώ λοιπόν έχουμε την περίπτωση της ύβρεως. Πρέπει να τονίσουμε ότι το ουσιαστικό ύβρις και το ρήμα υβρίζειν έχουν έντονες σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις.
Πολλοί συγγραφείς, για παράδειγμα, αναφέρονται σε ύβριν, όρος που εδώ, όπως και σε πολυάριθμες άλλες περιπτώσεις, υπονοεί καθαρά την υποταγή στη σεξουαλική θέληση του άλλου. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα συναντάμε στον Θουκυδίδη (8.74), στους Νόμους του Πλάτωνα (874c), στον Ηρόδοτο (3.80, 4.114), στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη (115α 23) καθώς και στην Ρητορική του (1314b, 1315a, 15-20, 1373a 35), στους Λόγους και στις Επιστολαί του Δημοσθένους (17.3-4, 19.309, 4.10-11), στον Δείναρχο (1.23), στην Επιστολή προς Αρχίδαμον του Ισοκράτη (3.36, 4.114., 10)
Τα κείμενα αυτά αποκαλύπτουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο η ανικανότητα να προστατεύσει την σεξουαλική ακεραιότητα της οικογένειάς του ατιμάζει τον άνδρα που έχει την ευθύνη αυτή. Οι ερευνητές συνήθως δεν αναφέρονται στην ύβριν σε συνδυασμό με την παιδεραστία, γιατί πιστεύουν ότι η ύβρις αφορά μόνο στη βίαιη προσβολή ή εξύβριση (όπως αναφέρει ο Dover). Δεν έχουν όμως δώσει αρκετή προσοχή στο γεγονός ότι ο νόμος περί ύβρεως ίσως εμπεριέχει τις κυριότερες νομικές ποινές για τον βιασμό. Αλλά, αν ο βιασμός χαρακτηρίζεται συχνά ύβρις (όπως τον αποκαλεί ο Δείναρχος, ο Ανδοκίδης, και ο Δημοσθένης), το ίδιο χαρακτηρίζεται και η αποπλάνηση. Ο Ευφίλητος λόγου χάρη, μιλά για την ύβριν που διέπραξε εναντίον του ο εραστής της γυναίκας του -στον σχετικό λόγο του Λυσία 1.4, 17, 25- ενώ ένας λόγος του Δημοσθένη σχετίζεται με μια δίωξη για ύβριν (ύβρεως γραφή), που ξεκίνησε ένας γιος εξαιτίας της αποπλανήσεως της μητέρας του (45,4).
Έχουμε επίσης αναφορά στον Πολύαινο (Στρατηγήματα):
Αγαθοκλής 4. «Όταν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε πως ο Οφέλας ο Κυρηναίος που εκστράτευε εναντίον του με μεγάλο στρατό, αγαπούσε τα αγόρια, του έστειλε ως όμηρο τον ίδιο του τον γιο τον Ηρακλείδη, ωραίο αγόρι, δίνοντάς του εντολή να αποκρούει για λίγες μέρες τις ερωτικές επιθέσεις του Οφέλα. Ο νεαρός έφτασε. Ο Κυρηναίος, ενδίδοντας στη νεανική του ομορφιά, του φερόταν καλά και ασχολιόταν μόνο με την περιποίησή του. Ο Αγαθοκλής, οδηγώντας αιφνιδιαστικά τους Συρακουσίους εναντίον του, σκότωσε τον Οφέλα, επικράτησε σε όλο τον στρατό του και πήρε πίσω τον γιο του χωρίς να έχει ατιμαστεί»
Συγκεκριμένα, το αρχαίο κείμενο αναφέρει «επαγαγών τον τε Οφέλαν απέκτεινε και της δυνάμεως αυτού πάσης εκράτησε και τον υιόν απέλαβεν ούχ υβρισθέντα»
Τέτοια συμφραζόμενα ταιριάζουν απόλυτα με τον ορισμό της ύβρεως από τον Αριστοτέλη ως συμπεριφοράς που ατιμάζει και προκαλεί ντροπή στο θύμα και ηδονή ή άλλη ικανοποίηση του θύτη (όπως αναφέρεται στην Ρητορική 1378b) Είναι, άλλωστε, στο πλαίσιο αυτό που ο Αισχίνης εισάγει το νόμο περί ύβρεως στον κατάλογο των διατάξεων τις οποίες απαριθμεί ως σχετικές με την ρύθμιση της παιδεραστίας στην Αθήνα του τετάρτου αιώνα πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως. Μάλιστα, όταν αναφέρεται για πρώτη φορά στον νόμο αυτό, τον χαρακτηρίζει νόμο που περικλείει κάθε τέτοια συμπεριφορά σε μια συνοπτική απαγόρευση: «Αν κάποιος διαπράξει ύβριν εναντίον άνδρα, γυναίκας ή παιδιού..» (1.15) Αντίστοιχα, αθηναϊκές πηγές χαρακτηρίζουν και τον βιασμό και την αποπλάνηση παιδιών και γυναικών σαν πράξεις ύβρεως, γιατί και οι δύο παραβιάζουν τη σεξουαλική ακεραιότητα της οικογένειας και προσβάλλουν την τιμή της.
Οι σεξουαλικές σχέσεις με παιδιά, ιδιαίτερα αν είναι επί πληρωμή, τα ατιμάζουν και σύμφωνα με το νόμο αυτό, κάθε πράξη που επιφέρει ντροπή και ατίμωση για την ευχαρίστηση του θύτη συνιστά ύβριν. Με δεδομένες τις ισχυρές σεξουαλικές συμπαραδηλώσεις των λέξεων ύβρις και υβρίζω στην καθημερινή γλώσσα, το επιχείρημα του Αισχίνη φαίνεται απόλυτα λογικό, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ανηλίκων, η συγκατάθεση των οποίων μοιάζει να μην έχει καμμία σημασία. Εξάλλου, και πέρα από την περίπτωση των παιδιών, πολυάριθμα αποσπάσματα από τους ρήτορες δείχνουν ότι η υποβολή ενός άνδρα σε παθητικό σεξουαλικό ρόλο τον ατιμάζει και έτσι χαρακτηρίζεται ύβρις. Φυσικά, όταν πρόκειται για ενήλικα, η εκούσια συγκατάθεση μπορεί να ακυρώσει την απόδοση ευθυνών στον εραστή. Και πράγματι, άνδρες που δίνουν την συγκατάθεσή τους σε τέτοιες πράξεις χαρακτηρίζονται ως υβρισταί του εαυτού τους λόγω της υποταγής τους, γεγονός που δεν αφήνει χώρο για δίωξη του εραστή.
Αλλά, όταν πρόκειται για ένα αγόρι, η συγκατάθεση αυτή κρίνεται άνευ σημασίας και αποδίδονται ευθύνες στον άνδρα που ατιμάζει το αγόρι, είτε με βιασμό είτε με αποπλάνηση. Όπως και στο σύγχρονο νόμο, για την αποπλάνηση των ανηλίκων, η συγκατάθεση ενός αγοριού κάτω από μια συγκεκριμένη ηλικία δεν αναιρούσε την κατηγορία για ύβριν.
Η περιγραφή αυτή της σεξουαλικής πλευράς της ύβρεως, ενισχύεται και από την περιγραφή από τον Αριστοτέλη των επαίσχυντων πράξεων που ατιμάζουν όποιον τις υποστεί. Ως παράδειγμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς αναφέρει το να παρέχει κανείς σεξουαλικές υπηρεσίες με το σώμα του και ρητά αναφέρει ότι μια τέτοια επαίσχυντη πράξη αποτελεί υποταγή στην ύβριν -όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στα Ηθικά Νικομάχεια 1148b 29) Όπως είδαμε, ο Δημοσθένης και ο Λυσίας χαρακτηρίζουν τόσο την αποπλάνηση όσο και τον βιασμό των ελεύθερων γυναικών ύβριν, ενώ ο Αριστοτέλης εφαρμόζει αναμφισβήτητα το ίδιο κριτήριο στα αγόρια, όταν λέει ότι ορισμένους άνδρες τους ευχαριστεί η ομοφυλοφιλική συνουσία, γιατί είχαν υποστεί ύβριν όταν ήταν μικροί. Προφανώς δεν εννοεί ότι απέκτησαν την συνήθεια του παθητικού ρόλου μόνον επειδή έπεσαν θύματα βιασμού. Αντίθετα, εννοεί ότι υπέστησαν ύβριν, επειδή έδωσαν την συγκατάθεσή τους είτε με στόχο το χρηματικό κέρδος είτε από άλλα κίνητρα. Έτσι, αν και η ερωτική πράξη μπορεί να ήταν εκούσια, αυτό δεν την αποχαρακτηρίζει ως ύβριν. Παρόμοια, ο Δημοσθένης στο λόγο του Κατά Ανδροτίωνος (58), εφαρμόζει στους ενήλικες άνδρες τα ίδια ακριβώς κριτήρια με τον Αισχίνη, υποστηρίζοντας ότι ο εκπορνευόμενος άνδρας υφίσταται αναγκαστικά ύβριν. Τέλος ο Ξενοφών λέει στα Απομνημονεύματά του (2.1.30) ότι η χρήση ανδρών στο ρόλο των γυναικών συνιστά ύβριν.
Εν ολίγοις, ο ισχυρισμός του Αισχίνη ότι ο νόμος περί ύβρεως προβλέπει δυνητικά κυρώσεις και για ορισμένες ομοφυλοφιλικές σχέσεις, συμφωνεί με πλήθος άλλες μαρτυρίες. Από την στιγμή που ο νόμος περί ύβρεως, όπως και άλλες αθηναϊκές ποινικές διατάξεις, δεν παρείχαν ένα σαφή ορισμό του αδικήματος, ύβρις ήταν ότι ήταν διατεθειμένη να θεωρήσει ως τέτοια, χωρίς μάλιστα να έχει την βοήθεια της συζήτησης ή της νομικής συμβουλής, η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων δικαστών.
Τελειώνοντας υπενθυμίζω:
Στο γυμνάσιο τα αγόρια δεν έχαιραν της προστασίας της οικογένειάς τους, γι' αυτό και ο νόμος τα προστάτευε στο περιβάλλον αυτό, επιβάλλοντας την θανατική ποινή σε όσους επιχειρούσαν να επωφεληθούν της ευκαιρίας. Θα μπορούσε να υπάρχει ένας τέτοιος νόμος, αν η αθηναϊκή κοινωνία δεν θεωρούσε την παιδεραστική ερωτοτροπία και κατάκτηση προβληματική; Υπήρχε, ολοφάνερα, η αίσθηση ότι οι υιοί των πολιτών έπρεπε να προστατευτούν από το νόμο για να διασφαλιστεί η σεξουαλική τους ακεραιότητα.
Πριν προχωρήσουμε παρά κάτω, στην κοινωνική κριτική, αξίζει τον κόπο να δούμε και τον νόμο περί μοιχείας. Στον λόγο του Λυσία «Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου», μαθαίνουμε την νομική αντιμετώπιση της αρχαίας Αθήνας ως προς την μοιχεία.
Ο σύζυγος λοιπόν είχε το δικαίωμα -εφ΄ όσον παρευρίσκονταν και μάρτυρες- να σκοτώσει τον μοιχό που παραβίασε την οικογενειακή του εστία. Όμως δεν είχε κανένα δικαίωμα να πειράξει την γυναίκα του. Θα έπρεπε βέβαια, να την απομάκρυνε από το σπίτι του αλλά δεν μπορούσε να χειροδικήσει εναντίον της. Η δε γυναίκα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής της στις τελετές της πόλεως.
Από αυτόν εδώ τον νόμο, καταλαβαίνουμε ακόμα καλύτερα την μεγάλη σημασία που έδιναν οι Έλληνες στην ενασχόληση στα δημόσια πράγματα καθώς επίσης και το πόσο ιερό θεωρούσαν το οικογ