Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007, εφημερίδα 'Ελεύθερος Τύπος'
γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου
Γνώρισα κάποτε έναν Γιάννη που ήταν στον κόσμο του. Άνθρωπος της πόλης, δε λέω... Είχε κάμποσα διαφορετικά αμάξια που φρόντιζε ολημερίς. Τα έπλενε, τα καθάριζε, τα έβαφε, τα φούλαρε με καύσιμα (ανάλογα το μοντέλο). Κάθε που τον συναντούσα είχε κι ένα καινούριο. Το οδηγούσε περήφανος κι ας μην πλήρωσε ποτέ τέλη κυκλοφορίας. Ευθαρσώς, έμπαινε πίσω απ' τα άλλα αμάξια και το πήγαινε στον δικό του ρυθμό δίχως να κορνάρει, ν' αγχώνεται, δίχως συνοδηγό με μίνι, δίχως ηχεία και εκκωφαντικές μουσικές παραφωνίες. Είχε οργώσει τις πλατείες και ήξερε τα στενά για να κόβει δρόμο. Σταματούσε για τους πεζούς αλλά αν υπήρχε άλλο εμπόδιο, συχνά περνούσε ακόμα κι από πάνω του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα κι ήταν παντελώς απερίεργος. Μόνες έννοιες οι θέσεις πάρκινγκ, αν πέτυχε η φαναρτζοδουλειά που μόνος του είχε κάνει τσούκου -- τσούκου, και αν θα γίνει τελικά πυρηνικός πόλεμος ή όχι. Βλέπεις, είχε ακούσει ότι με τα πυρηνικά αποφορτίζονται οι μπαταρίες. Άρα θα ήταν αδύνατον να οδηγήσει τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια του. Γιατί τέτοια οδηγούσε στον κόσμο του. Κάποια μικρά με ρίγες στα πλάγια που είχε βάψει ολομόναχος με μπλάνκο κι άλλα πιο περίπλοκα με δυόμισι μέτρα καλώδιο να ενώνονται μ' ένα τηλεκοντρόλ. Τα οδηγούσε κάθε απόγευμα μ' έναν φραπέ στο χέρι στη μέση του δρόμου σαν να οδηγάει κανονικό αμάξι κι όταν σε γνώριζε στο δρόμο, έκανε τράκα μπαταρίες. Τίποτα άλλο. Δεν ξέρω αν είχε σμικρύνει κι άλλα πράγματα στην πόλη γύρω του. Όμως, κάποτε ήταν αλλιώς. Δούλευε μηχανικός σε μια μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία όταν ξαφνικά τον απέλυσαν -- μαζί και άλλους. Ο Γιάννης την είδε έτσι. Έβαλε την ψυχούλα του μέσα σε τόσο δα αμαξάκι, εκείνη να πηγαίνει μπροστά κι αυτός να την οδηγά ξωπίσω. Το μοναδικό του μέλημα χωρούσε στο ένα χέρι. Δεν πονοκεφάλιασε για άλλο. Κι απ' τους ανθρώπους κουρασμένος ήτανε. Φίλοι στο Πέραμα του κολλήσανε το παρατσούκλι, Γιάννης ο αδιάφορος. Πάει καιρός που δε μένει εδώ μα οδηγάει ακόμα, το ξέρω.