Γυρνάει ο βλάχος στην πατρίδα του από την Αφρική που πήγε για σαφάρι.
Όλοι οι χωριανοί του είχαν μαζευτεί και τον περίμεναν για να τους πει πως ήτανε.
- Ω ρε πατριώτη, τι έγινε εκεί στου σαφάρι; Τί έκανες;
- Ω καταπληκτικά πράγματα. Είχε περίεργα ζώα.
- Τί ζώα είχε, ω ρε πατριώτη;
- Είχε ελέφαντα.
- Αει Παναία μ', τι είναι αυτό το ελέφαντα;
- Ελέφαντα είναι.... Πως είναι το γαϊδούρι; Φούσκωστο, φούσκωστο, φούσκωστο, τα αυτιά τ' τράβατα, τράβατα, τράβατα, τη μουσούδα τ' τράβατην, τράβατην, τράβατην να γίνει σουλήνα, βάψτου γκρι... αυτό είναι ελέφαντα.
- Αει Παναία μ', περίεργα πράματα. Τί άλλου είχε εκεί στου σαφάρι;
- Είχε καμηλοπάρδαλη.
- Τι είναι πάλι αυτό το καμηλοπάρδαλη.
- Είναι... Πως είναι το γαϊδούρ; Πάρε τα ποδάρια τ' και τράβατα, τράβατα,τράβατα, το λαιμό τ' τράβατο, τράβατο, τράβατο, βάψτου πουά, αυτό είναι καμηλοπάρδαλη.
- Πω πω, άκου να δεις!! Τι άλλου είχει εκείς;
- Είχε βόα.
- Ωι πάλι. Τί είναι πάλι αυτό το βόα;
- Βόα είναι... Πως είναι το γαϊδούρι και από κάτω έχει το παλαμάρι; Ε, χωρίς το γαϊδούρι.