Κάποια Χριστούγεννα αγόρασα στην πεθερά μου για δώρο έναν τάφο σε
ένα ωραίο νεκροταφείο.
Τον επόμενο χρόνο δεν της αγόρασα δώρο.
Όταν με ρώτησε γιατί, της είπα:
- Ε, μα δεν χρησιμοποίησες ακόμα το δώρο που σου έκανα πέρσι!
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Η γυναίκα μου και εγώ βλέπαμε το Ποιός Θέλει Να Γίνει
Εκατομμυριούχος, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας.
Γύρισα και τη την ρωτάω:
- Θέλεις να κάνουμε σεξ;
- Όχι, απαντά η γυναίκα μου.
- Είναι αυτή η τελική σου απάντηση;
- Ναι.
- Τότε θα ήθελα να πάρω το τηλέφωνο...
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Βγήκαμε με την γυναίκα μου για φαγητό.
Ο σερβιτόρος, για κάποιο λόγο, πήρε πρώτα την δική μου παραγγελία.
- Θα πάρω την μοσχαρίσια μπριζόλα. Λίγο ψημένη, να έχει μέσα αίμα.
- Δεν ανησυχείτε για την τρελή αγελάδα;
- Μπα, μπορεί να παραγγείλει μόνη της...
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Η γυναίκα μου και εγώ είχαμε πάει στην συνάντηση των παλιών
συμμαθητών του σχολείου της. Η γυναίκα μου κοίταζε έναν μεθυσμένο να
πίνει μόνος του στο διπλανό τραπέζι.
- Τον ξέρεις; την ρώτησα.
- Ναι. Τα είχαμε παλιά. Έμαθα ότι άρχισε το ποτό μόλις χωρίσαμε και
δεν τον έχει δει κανείς ξεμέθυστο από τότε.
- Θεέ μου, είπα. Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο εορτασμός θα
κράταγε τόσα χρόνια;
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Η γυναίκα μου κάθισε δίπλα μου όπως έκανα ζάπινγκ.
- Τί έχει στην τηλεόραση; με ρώτησε.
- Σκόνη.
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Το Σάββατο πρωί σηκώθηκα νωρίς, ντύθηκα ήσυχα, έφτιαξα το πρωινό μου
και πήγα στο γκαράζ.
Έδεσα την βάρκα στο φορτηγάκι, και έκανα να βγώ από γκαράζ όταν
διαπίστωσα ότι έβρεχε καταρρακτωδώς.
Πήγα πίσω στο σπίτι, ξεντύθηκα ήσυχα και ξαναξάπλωσα στο κρεβάτι.
Αγκάλιασα την γυναίκα μου, τώρα με διαφορετικές προσδοκίες από την
μέρα, και της ψιθύρισα:
- Έξω βρέχει καταρρακτωδώς!
Και η γυναίκα μου απάντησε:
- Και το πιστεύεις ότι ο άνδρας μου είναι έξω με αυτόν τον καιρό;
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Όταν ήταν να πάρω σύνταξη πήγα στο ΙΚΑ.
Η γυναίκα στο γκισέ μου ζήτησε την ταυτότητά μου για να δει την
ηλικία μου.
Έψαξα στις τσέπες μου, και διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει το πορτοφόλι
μου στο σπίτι.
Το είπα στην υπάλληλο και είπα ότι θα ξαναπέρναγα αργότερα.
Η υπάλληλος μου λέει:
- Ξεκούμπωσε το πουκάμισό σου.
Ξεκούμπωσα το πουκάμισο και φάνηκαν οι λευκές τρίχες στο στήθος μου.
Η υπάλληλος είπε:
- Σίγουρα είστε σε ηλικία για σύνταξη, και προώθησε την αίτησή μου.
Όταν γύρισα σπίτι είπα την ιστορία στην γυναίκα μου.
Μου είπε:
- Έπρεπε να είχες κατεβάσει το παντελόνι σου. Θα έπαιρνες και
επίδομα αναπηρίας...
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
Η γυναίκα μου στεκόνταν γυμνή μπροστά στον καθρέφτη και μου λέει:
- Αισθάνομαι χάλια. Δείχνω γριά, χοντρή και άσχημη. Πές μου κάτι θετικό.
Και της απάντησα:
- Η όρασή σου όμως είναι τέλεια...
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...