Διαμαρτυρόταν γιατί ένα αθώο παιδί δολοφονήθηκε από ένα μπάτσο, χωρίς λόγο (ίσως, ακόμη και με δόλο ή σκοπό). Σε χώρο δημόσιο και ώρα αιχμής, στοιχεία που έκαναν όλη την κοινωνία ικανή να ανατριχιάσει στην ιδέα, συν τοις άλλοις, ότι θα μπορούσε να είναι κάθε ένας από εμάς ή τους αγαπημένους μας στη θέση του 15χρονου παιδιού.
Από ένα όργανο του κράτους που, θα περίμενε κανείς, έχει την υποχρέωση να μας προστατεύει και όχι να μας εκτελεί.
Γιατί η νοοτροπία του εν λόγω μπάτσου, όπως και της συντριπτικής πλειοψηφίας -αν όχι του συνόλου- της αστυνομίας, κινείται στον άξονα του μίσους απέναντι σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, πλην όσων συμμερίζονται το μίσος τους. Και είναι αυτή η νοοτροπία που αποτυπώθηκε στα φετινά εκλογικά αποτελέσματα. Γιατί αυτή η Αστυνομία έμεινε ως έχει, ίσως στελεχώθηκε με τις χειρότερες των προθέσεων, ακόμη και μετά απ' αυτό.
Διαμαρτυρόταν γιατί οι όμοιοι των εκτελεστών φάνηκαν να το απολαμβάνουν και δε δίσταζαν να το δείξουν με κάθε ευκαιρία. Θες ιδεολογικές σοφιστείες, φιλοσοφικά παραληρήματα, θες χαμόγελα και χειρονομίες, πυροβολισμοί για χαβαλέ. "Ήταν κωλόπαιδο", "καλά του έκανε", "τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια", "καλά να πάθει το βαζελάκι" και πόσα ακόμη ακόυσαμε εκείνες τις μέρες που αποτέλεσαν, για εμένα, ακόμη μεγαλύτερη κι ανεπανόρθωτη πληγή στην εικόνα της κοινωνίας μας, περισσότερη οργή και αγανάκτηση.
Γιατί δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε μία δολοφονία, καμία δικαιοσύνη. Μπορείς να φυλακίσεις έναν άνθρωπο 30 χρόνια, ισόβια, δις, πολλάκις, αλλά η χαμένη ζωή είναι γεγονός αναντίστρεπτο, όπως και μία ξεκληρισμένη οικογένεια· γιατί κι αυτή η τυπική δικαιοσύνη που αποδόθηκε θα αποδεικνυόταν μία υποκρισία, στα πλαίσια του "we take care of our own": ήδη ο ένας εκτελεστής αποφυλακίστηκε εχθές, ο δε άλλος ετοιμάζεται.
Γιατί και σήμερα θα έπρεπε να διαμαρτυρόμαστε. Τότε δολοφονήθηκε ένα παιδάκι από την κρατική βία και δεν το χώρεσε ο νους μας και η οργή, η αγανάκτηση ξεχείλισε μαζί με τις χιλιάδες κόσμου στους δρόμους της Αθήνας και αναποδογύρισε (κυριολεκτικά) την πρωτεύουσα και άλλες πέντε - δέκα πόλεις, το πάνω έγινε κάτω και τούμπαλιν. Τέσσερα χρόνια μετά, δολοφονούνται σχεδόν καθημερινά άνθρωποι, και παιδιά μεταξύ τους, από την παρακρατική βία της Χρυσής Αυγής. Γιατί καθόμαστε όλοι σπίτια μας, δεν ξέρω· γιατί παρακολουθούμε αδρανοποιημένοι σα να μη συνέβη τίποτα τότε και σα να μη συμβαίνει τίποτα τώρα, τι στο διάολο πήγε τόσο στραβά.
Υποθέτω ότι είναι, εν μέρει, αυτό που λες, έσπασε η φούσκα και η μιζέρια, η δυσχερής οικονομία, τα προσωπικά προβλήματα μάς έκαναν εγωπαθείς, σταρχιδιστές, αδιάφορους. Η φούσκα έσπασε και η οικονομία πήρε την κάτω βόλτα, πήρε μαζί της και την κοινωνία, τα αντανακλαστικά μας, την ευαισθησία μας κι επτωχεύσαμε ηθικά.
Εν μέρει, είναι και η επιτυχία των διαδοχικών αντιλαϊκών κυβερνήσεων να μας συνηθίσουν στην ιδέα της βίας. Η βία έγινε τετριμμένη, καθημερινή: "πού να τρέχω κάθε μέρα;", "πάλι;", "σήμερα αυτοκτόνησαν άλλοι τρεις", "χτες έχασαν τη δουλειά τους 1,100". Όπως και να το δεις, το σίγουρο είναι ένα: η ανθρώπινη ζωή απαξιώθηκε.
Και είναι η εκποίηση αυτής της αξίας, της ανθρώπινης ζωής, που μας είχε εξοργίσει (κι εμένα κι εσένα μαζί) το Δεκέμβριο του '08. Είναι αυτή η απεμπόληση της σημαντικότερης ηθικής αξίας, που ξεκίνησε τότε και οδήγησε στον σημερινό εκφασισμό της κοινωνίας και το 12,5% των νεοναζί.
Μάλλον έχεις δίκιο. Είχαμε μάθει στην περισσότερη ελευθερία. Δεν υπάρχει καμία ελευθερία στην ιδέα ότι πρέπει να φοβόμαστε μήπως ο άμεσος εντολοδόχος του κράτους μάς εκτελέσει εν ψυχρώ. Δεν υπάρχει ελευθερία στην ιδέα ότι το μικρό μας αδερφάκι δεν πρέπει να κυκλοφορεί στο κέντρο της Αθήνας, βράδυ. Και δεν υπάρχει καμία ελευθερία στην ιδέα ότι, εάν είσαι μετανάστης, ομοφυλόφιλος, άθεος ή αριστερός σήμερα, οφείλεις να το κρύψεις δημόσια. Και να το κάνεις καλά.
Μάλλον γι' αυτό διαμαρτυρόμαστε.