Author Topic: KALES GIORTES  (Read 10615 times)

tAKR1DAC★

  • DV zombie
Re: KALES GIORTES
« Reply #30 on: December 25, 2008, 06:54:45 PM »
Xronia polla ygeia kai eutuxeia se olous paidia. Kai liga φραγκσ parapanw to 2009  :D

stEWIE

  • DV zombie
  • ostouhc
Re: KALES GIORTES
« Reply #31 on: December 25, 2008, 07:04:41 PM »
Kai liga φραγκσ parapanw to 2009  :D

α
One day when we 're far away
from everything that hurts,
♫ drink wine and screw is
all we 'll do ♫
every day

Tak1s

  • CBWARRIOR.
Re: KALES GIORTES
« Reply #32 on: December 25, 2008, 09:01:14 PM »
XP & shiet

SeR?

  • Assistant Team\Cup Admins
  • DEMO UPLOADER!
Re: KALES GIORTES
« Reply #33 on: December 26, 2008, 12:22:39 AM »
Xronia Polla se Olous!! ;)
[15:00] madGS~ paN: kl mi to ksexnas kai mu les pipes tote
[15:00] madGS~ paN: tha exw ksirisei to mustaki
[15:00] madGS~ paN: kai meta molis mpume sto magazi
[15:00] madGS~ paN: tha katebei
[15:00] madGS~ paN: kai tha rthei koda mas
[15:00] madGS~ paN: AGAGHOOBOBOBOOBOBOBOOBOBO

VanBam

  • Ranked Pubzorz!
Re: KALES GIORTES
« Reply #34 on: December 26, 2008, 07:55:05 PM »
Αντί ευχών σας αποστέλλω με όλη μου την καρδιά την παρακάτω χριστουγεννάτικη διήγηση σαν ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δωράκι ειδικά στα φιλαράκια μου απ' το COD2 

Παραμονές Χριστουγέννων του 1974. Πολικό κρύο επικρατούσε στην ακριτική Καστοριά. Το χιόνι είχε σκεπάσει την παγωμένη λίμνη, που θύμιζε κατάλευκο σεντόνι απλωμένο γύρω από την πόλη. Στα δέντρα του παραλίμνιου δρόμου είχαν σχηματιστεί συστάδες κρυστάλλων που λύγιζαν με το βάρος τους τα κλαδιά αναγκάζοντάς τα να κυρτώσουν και να ενώσουν τους ιδιόμορφους διαφανείς σταλακτίτες τους με τα αναδυόμενα κομμάτια πάγου της όχθης. Ο παγωμένος αέρας σφύριζε στα στενά σοκάκια καταδιώκοντας τις αιωρούμενες νιφάδες πάνω από τα λιθόστρωτα γκαλντερίμια.
Ο καπνός έβγαινε από τις καμινάδες των σπιτιών ζωγραφίζοντας αλλόκοτες φιγούρες στον ουρανό πριν διαλυθεί. Οι περαστικοί έκρυβαν τα πρόσωπά τους μέσα στα κασκώλ τους και οι γυναίκες τυλίγονταν καλά με τις ζεστές γούνες τους. Καστοριά, η πόλη των γουναράδων βλέπετε.
Η παρέα των παιδιών είχε ήδη συγκεντρωθεί. Όλα είχαν συμφωνηθεί από την προηγούμενη. Ο Χρήστος και ο Αντώνης θα τραγουδούσαν γιατί είχαν γλυκές φωνές και τους προτιμούσε και η δασκάλα στο μάθημα της μουσικής. Ο Στεφανής και ο Γρηγόρης θα χτυπούσαν τα τρίγωνα γιατί είχαν καβαντζάρει λεφτά εδώ και καιρό για να τα αγοράσουν. Ο Θεόδωρος θα κρατούσε το καλαθάκι για τα γλυκά και τα κεράσματα και θα ήταν υπεύθυνος για την τελική μοιρασιά των χρημάτων διότι τον θεωρούσαν σαν το πιο τίμιο της παρέας. Τα κάλαντα τα ονειρευόντουσαν και τα συζητούσαν βδομάδες τώρα.
Αλλά ο Θεοφάνης ο μικρότερος είχε αργήσει. Ο Στεφανής νευρικός όπως πάντα θύμωσε και απαίτησε να ξεκινήσουν μόνοι τους. «Πρέπει να κοιμάται ακόμη το νιάνιαρο. Στο κάτω κάτω καλύτερα χωρίς αυτόν γιατί είναι μικρός και θα μας καθυστερήσει» γκρίνιαξε και κλώτσησε με θυμό το χιόνι με τη μπότα του. «Εμπρός πάμε, αν θέλει ας μας προλάβει μόνος του», γρύλισε μέσα από τα δόντια του. Τα υπόλοιπα παιδιά τον ακολούθησαν βιαστικά. Άλλο τίποτα δε θελαν από το να ξεκινήσουν τα κάλαντα με καυγάδες…
Δεν είχαν φτάσει στο τρίτο σπίτι όταν κατέφθασε και ο μικρός Θεοφάνης λαχανιασμένος. Ο Στεφανής τον κοίταξε βλοσυρά, αλλά ο μικρός έβγαλε κάποιο σκούρο γυαλιστερό αντικείμενο από το παλτουδάκι του που τους κίνησε την περιέργεια και μαζεύτηκαν γύρω του.
«Είναι μια μελόντικα…κοιτάξτε έχει πλήκτρα σαν του ακορντεόν, αλλά πρέπει να φυσάς από το στόμιο σαν τη φλογέρα» τους είπε ο μικρός Θεοφάνης με ενθουσιασμό. «Και βγάζει πολύ γλυκό ήχο, ποιο ωραίο από το ακορντεόν» συνέχισε με μια ανάσα χαρούμενος. Ο πατέρας του Θεοφάνη ήταν γουνέμπορος και του την είχε φέρει σαν χριστουγεννιάτικο δώρο από τη Γερμανία στο τελευταίο του ταξίδι. Είχε κάνει και μαθήματα πιάνου και φλογέρας ο Θεοφάνης στο ωδείο της πόλης και τα κατάφερνε μια χαρά με όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν γιατί ο πνευστός ήχος της μελόντικας συνδυαζόταν περίφημα με τον κρουστό των τριγώνων. Σε κάθε σπίτι πλέον, τους άνοιγαν αμέσως την πόρτα και τους άκουγαν με θαυμασμό, στο τέλος δε, έπεφταν βροχή τα γλυκά και τα εικοσάρικα. Μέχρι και ο Στεφανής έτριβε από ικανοποίηση τα χέρια του.
Συνέχισαν με ακμαίο ηθικό και μέχρι το μεσημέρι είχαν επισκεφθεί όλα σχεδόν τα σπίτια του κεντρικού εμπορικού δρόμου της πόλης. Σταμάτησαν αποκαμωμένοι στην κεντρική πλατεία «Ομονοίας» για να κάνουν ένα διάλειμμα και να ξεκουραστούν.
Ενώ ο Θεόδωρος μετρούσε τα χρήματα, οι υπόλοιποι έτρωγαν τα γλυκά λαίμαργα.
Ο Στεφανής κατάστρωνε το σχέδιο για την πορεία που θα ακλουθούσαν. «Θα πάμε στο «Απόζαρι» τώρα, στη γειτονιά των νεοκλασικών αρχοντικών. Εκεί μένουν αρχοντικές οικογένειες, από τις πιο πλούσιες της πόλης. Θα κονομήσουμε πολλά λεφτά», είπε με απληστία. «Όχι, όχι» πετάχτηκε ξαφνικά ο μικρός Θεοφάνης. «Να πάμε στο «Ντολτσό», έχω πολλούς φίλους από την τάξη μου που μένουν εκεί».
Το «Ντολτσό» ήταν η πιο παλιά συνοικία της πόλης. Το ιστορικό παραδοσιακό της κέντρο, στο οποίο δέσποζαν τα περήφανα Μακεδονίτικα αρχοντικά με τα «ξεπεταχτά» τους και τους περίτεχνους «ηλιακούς». Αλλά ήταν πια ακατοίκητα και εγκατελειμένα. Οι εύποροι ιδιοκτήτες τους είχαν προτιμήσει, από πολλά χρόνια πριν, να μετακομίσουν στις σύγχρονες πολυκατοικίες του νέου κέντρου. Τα αρχοντικά πλαισίωναν ένα πλήθος συνοδευτικών λαϊκών λιθόχτιστων σπιτιών με πιο ταπεινή εμφάνιση. Χτισμένα σε δαιδαλώδη σοκάκια, τις γνωστές «ούλτσες» φιλοξενούσαν πολύ φτωχικές οικογένειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τα ακριβά ενοίκια των νεόκτιστων οικοδομών του κέντρου.
Εκεί έμεναν τα πιο φτωχά παιδιά του σχολείου με τα οποία έκανε μόνιμα παρέα ο μικρός Θεοφάνης. «Πρέπει και σε αυτά τα σπίτια να ακούσουν τα κάλαντα» είπε παραπονεμένα και κοίταξε ικετευτικά προς το Θεόδωρο προσπαθώντας να βρει συμπαράσταση σε κάποιον απ’ την παρέα.
Ο Θεόδωρος χαμογέλασε και έγνευσε καταφατικά. Τον είχε αδυναμία το μικρό Θεοφάνη και δεν του χαλούσε ποτέ χατήρι. Πιο πολύ για το αθώο βλέμμα του που ξεχυνόταν αβίαστα από τα φωτεινά του μάτια. Και στην παρέα αυτή, παρ’ ότι τα άλλα παιδιά τρέμανε τον ταραξία Στεφανή, είχαν για αρχηγό το Θεόδωρο. Τον σεβότανε, γιατί δε φοβόταν τίποτα. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος για την ηλικία του. Πολλές φορές είχε έρθει στα χέρια με τα σκληροτράχηλα παιδιά της γειτονιάς για να προστατεύσει τους φίλους του από τις κακές διαθέσεις των μεγαλύτερων. Ο Στεφανής τον υπολόγιζε και δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του.
Εκείνη τη στιγμή μια πανδαισία χριστουγεννιάτικων ήχων πλημμύρισε τη γιορτινή ατμόσφαιρα και τους διέκοψε. Ήταν η μπάντα του δήμου, που είχε φτάσει στην πλατεία για να παίξει τα κάλαντα στους δημότες της πόλης. Τι όμορφα που ήταν ντυμένοι όλοι! Με τις πολύχρωμες στολές τους και τα πλουμιστά σιρίτια στους ώμους τους θύμιζαν λαμπερούς στρατιώτες. Πήραν με προσοχή και θαυμαστή τάξη τις θέσεις τους δίπλα στη μεγάλη φάτνη της πλατείας κάτω απ’ το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο μικρός Θεοφάνης τρελάθηκε από τη χαρά του. Το βλέμμα του ταξίδευε πάνω από τις καλογυαλισμένες τρομπέτες της μπάντας, σκαρφάλωνε στα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου και κατέληγε στις θείες φιγούρες της φάτνης. «Τι όμορφα Χριστούγεννα» μονολόγησε και προχώρησε σιγά σιγά προς τη φάτνη.
Τα υπόλοιπα παιδιά παρακολουθούσαν και αυτά μαγεμένα απ’ το παγκάκι που καθόντουσαν. Η μπάντα έπαιζε το αγαπημένο τους « Ω Έλατο, Ω Έλατο». Μέσα από τους αρμονικούς ήχους του χριστουγεννιάτικου τραγουδιού ξεχώρισε μια δυνατή κοριτσίστικη φωνή. «Θοδωρή επιτέλους σε βρήκα. Τόση ώρα σε ψάχνω. Έλα γρήγορα, γιατί μετά βίας προλαβαίνουμε το λεωφορείο για το χωριό». Ήταν η μεγάλη αδερφή του Θεόδωρου. Έπρεπε να φύγουν γρήγορα για να επισκεφθούν τους παππούδες τους. Ο Θεόδωρος, αφού ξεχώρισε με προσοχή το μερτικό του, κοίταξε αυστηρά τα παιδιά. «Κοιτάξτε μη αδικήσετε το μικρό, αλίμονό σας» είπε και άφησε το καλαθάκι στον Αντώνη που τον εμπιστευόταν. Μετά χάθηκε με την αδελφή του μέσα στο πλήθος.
Η μπάντα έπαιξε χαρμόσυνα την «Άγια Νύχτα» και αποχώρησε προς το Δημαρχείο σκορπίζοντας στους δρόμους της πόλης τους μελωδικούς της ήχους.
Ο Θεοφάνης επέστρεψε στο παγκάκι με τη χαρά ζωγραφισμένη στο παιδικό του προσωπάκι. Αλλά προς μεγάλη του έκπληξη δεν βρήκε κανένα εκεί. Ο Στεφανής είχε φροντίσει να κάνει καλά τη «δουλειά» του. Ο Θεοφάνης έμεινε ακίνητος και σαστισμένος για λίγες στιγμές. «Έφυγαν, με άφησαν μόνο» ψέλλισε πικραμένος. Έσκυψε το κεφαλάκι του και η καρδούλα του πόνεσε από την στενοχώρια.
«Αλλά όχι, έχω ακόμη τους φίλους μου από το σχολείο» είπε ξαφνικά και πετάχτηκε όρθιος με αποφασιστικότητα. «Θα πάω στα σπίτια τους στο Ντολτσό για να τους πω τα κάλαντα. Πόσο θα χαρούνε σαν θα με ακούσουνε» σκέφτηκε. Ξεκίνησε ολομόναχος από την πλατεία παίρνοντας ένα κατηφορικό λιθόστρωτο και κατευθύνθηκε προς τη φτωχική συνοικία.
Τα σκαλοπάτια ήταν επικίνδυνα, γιατί ήταν καλυμμένα με χιόνι και πάγο, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ. Η καρδιά του είχε ξαναγεμίσει με χαρά. Προχωρούσε γοργά σα να είχε φτερούγες στα πόδια του. Δεξιά και αριστερά απ’ το σκαλόδρομο ορθώνονταν πέτρινοι ψηλοί τοίχοι, που προστάτευαν τις αυλές των παλαιών σπιτιών. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν κατοικημένα ή όχι. Μονάχα σταματούσε έξω απ’ τις βαριές ξύλινες αυλόπορτες και χτυπούσε μια δυο φορές με τα χεράκια του. Μετά έφερνε τη μελόντικα στα χείλη του και έκανε το δικό του μικρό θαύμα των Χριστουγέννων του 1974 στην φτωχική πολιτεία.
Οι ήχοι των εορταστικών ασμάτων μπολιασμένοι από την αγνή αγάπη ενός μικρού παιδιού απελευθέρωναν μια γλυκύτατη μελωδία στη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα. Μια μαγική μελωδία που ξεχυνόταν στα στενά σοκάκια, περνούσε μέσα απ’ τις χαραμάδες των ξύλινων ξώθυρων, εισχωρούσε μέσα απ’ τις ρωγμές των παλαιών λιθοδομών για να πλημμυρίσει με το χριστουγεννιάτικο φως της το εσωτερικό των φτωχικών σπιτιών.
Αγγελικοί ήχοι γεννιόταν μέσα σε μια αθώα παιδική καρδιά και παίρνανε μια άυλη μορφή από μια ταπεινή μελόντικα για να ταξιδέψουν παντού στη φτωχική πολιτεία, μεταφέροντας στις μυστικές φτερούγες τους το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Σωτήρα της ανθρωπότητας.
Η μουσική της μελόντικας έφερε τη χριστουγεννιάτικη χαρά σε όλα αυτά τα φτωχικά σπίτια και πολλές καρδιές μικρών παιδιών, αλλά και μεγάλων ανθρώπων ζεστάθηκαν από το φως της.
Αλλά ο Θεοφάνης ήταν μικρός και κουράστηκε. Το κρύο τον είχε καταβάλει. Και από το πρωί ήταν έξω και περπατούσε στο παγωμένο χιόνι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα χεράκια του είχαν μελανιάσει από το ψύχος. Δυσκολευόταν να παίξει άλλο. Κάθισε σε ένα πέτρινο σκαλοπάτι για να ξεκουραστεί. Σαν μικρό παιδί εκτός από την φυσική κούραση αισθανόταν και μια μικρή στενοχώρια. Απογοήτευση και θλίψη είχε κυριεύσει ξανά την καρδιά του.
«Καλά, γιατί δε μου ανοίγει κανένας;» αναρωτήθηκε. «Εδώ πρέπει να μένουν πολλοί άνθρωποι. Μήπως δεν ακούνε τη μουσική μου; Θα πρέπει να φταίει που είμαι μόνος μου και δεν έχω κάποιον να με συνοδεύει και να τραγουδάει. Μμμμ… αυτό θα είναι. Τι κρίμα. Δεν κατάφερα τίποτα…κανένας δε μ’ άκουσε». Τον πήρε το παράπονο, βαθύς πόνος πλήγωσε την καρδούλα του και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε στον εαυτό του. Έμεινε έτσι βουβός για λίγη ώρα με το κεφάλι του σκυμμένο πάνω στα γόνατά του. Αισθάνθηκε ένα περίεργο γλυκό αίσθημα να ξεκινάει από την καρδιά του και να κυριεύει απαλά το νου του.
Και τότε άκουσε μια φωνή σαν απαλό ψίθυρο στο νου του «Κάνεις λάθος Θεοφάνη». Σήκωσε το κεφάλι του. Κανείς! Ξανάκουσε. « Εδώ είμαι Θεοφάνη» Γύρισε απότομα και είδε έναν νέο να τον κοιτάει με συμπάθεια. Θα ‘πρεπε να ήταν γύρω τριάντα χρονών. Ήταν ψηλός με φαρδύς ώμους και τα μακριά καστανά μαλλιά που απλώνονταν με μεγαλοπρέπεια στους ώμους του. Το πρόσωπό του εξέπεμπε αρχοντιά και κοσμούνταν από ελαφριά καστανή γενειάδα Τα μάτια του ήταν και αυτά καστανά αλλά πολύ λαμπερά. Κοιτούσε με ένα βλέμμα που ήταν τρυφερό, αλλά συνάμα δυνατό και επιβλητικό.
Ο μικρός Θεοφάνης αισθάνθηκε μια πρωτόγνωρη θαλπωρή και γλυκύτητα να κατακλύζει την καρδιά του. Κοιτούσε άφωνος. Αν ήταν δυνατόν, ήθελε μόνο να ‘χει τα μάτια του προσηλωμένα στη μορφή αυτού του νέου, η φωνή του οποίου τον συνέφερε ξανά. «Μη στενοχωριέσαι παιδί μου και μη υποφέρει άλλο η καρδιά σου. Τα χριστουγεννιάτικα άσματα που τόσο όμορφα έπαιζες με τη μικρή σου μελόντικα όλοι τα ‘χουν ακούσει. Και ‘γω ακόμα τα ‘κουσα και ευφράνθηκα. Αλλά, να ξέρεις ότι κανείς δε σου άνοιξε το σπίτι του, διότι είναι πολύ φτωχοί οι κακόμοιροι και δεν έχουν τι να σου δώσουν. Ντρέπονται οι κακόμοιροι για τη φτώχεια τους και σε αφουγκράζονται πίσω από τις θύρες τους παρακαλώντας κρυφά να συνεχίσεις. Πρέπει να ξέρεις ότι πολύ χαρά έχεις φέρει σήμερα στις πονεμένες τους καρδιές. Και εγώ πολύ σε αγάπησα σήμερα για την ακριβή σου αγάπη που τόσο απλόχερα σκόρπισες».
Έσκυψε και χάιδεψε με τρυφερότητα το κεφάλι του Θεοφάνη. Το μικρό παιδί αισθάνθηκε σα να τον σταυρώνει στο μέτωπο όπως τον ευλογούσε ο παπάς της ενορίας του. Ταυτόχρονα ένιωσε τα γόνατά του να λιώνουν και να μη μπορούν να τον κρατήσουν όρθιο καθώς μια ανεξήγητη θερμότητα, που δεν έλεγχε, κυρίευσε το κορμάκι του και ταυτόχρονα κύματα αγαλλίασης κατέκλυσαν την ψυχούλα του.
Ο Θεοφάνης μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε με συστολή μπροστά στο νέο. «Κύριε, νόμιζα ότι δε με ακούνε, γιατί κανείς δεν τραγουδάει μαζί μου» τόλμησε να πει χαμηλόφωνα. Ο νέος χαμογέλασε ακόμη πιο γλυκά και με στοργή έστρεψε ξανά το βλέμμα του στα μάτια του Θεοφάνη. «Αν είναι έτσι θα σε συνοδεύσω εγώ. Εμπρός λοιπόν, ξεκίνα».
Ο Θεοφάνης ενθαρρυμένος έφερε για άλλη μια φορά τη μελόντικα στα χείλη του. Οι χριστουγεννιάτικοι ήχοι της άρχισαν ξανά να ξεχύνονται στην ατμόσφαιρα. Ταυτόχρονα άρχισε και η φωνητική συνοδεία του νέου. Στην αρχή απαλά και μετά όλο και πιο δυνατά μια θεϊκή μελωδία απλώθηκε παντού. Και ξαφνικά, σα να άνοιξε ο ουρανός και παρ’ ότι είχε σκοτεινιάσει ένα απόκοσμο φως με γαλάζια απόχρωση απλώθηκε σε όλο το περιβάλλον. Το φως κάλυπτε ότι έβλεπε ο Θεοφάνης, το λιθόστρωτο, τους μαντρότοιχους, τις στέγες των σπιτιών , τα δέντρα, τα πάντα. Και ήταν σαν όλα να είχαν χάσει την υλική τους υπόσταση και σαν να ήταν νέα . Απ’ την πηγή του φωτός ξεχύθηκαν χιλιάδες αγγελικές φωνές, που συνέχιζαν και επαύξαναν αρμονικά τη μελωδία, ακόμη και τα στοιχεία της φύσης που φωτίζονταν ήταν σα να είχαν τις δικές τους φωνές και συμμετείχαν και αυτά στη θεία μελωδία. Και όλο το σύμπαν και η δημιουργία, άυλη και υλική εξέπεμπε ως δοξαστική υμνολογία το άσμα των ασμάτων: «Χριστός γεννάται σήμερον…»
Ο μικρός Θεοφάνης δεν άντεξε. Έπεσε στα γόνατα και έμεινε εκστατικός. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει. Είχε χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Μονάχα επαναλάμβανε ρυθμικά με τους χτύπους της καρδιάς του. «Χριστούλη μου, Χριστούλη μου, Χριστούλη μου…».
Σιγά, σιγά άρχισε να μειώνεται το φως και η ένταση της ουράνιας μελωδίας. Η πηγή του φωτός όλο και απομακρυνόταν μέχρι που ο ουρανός φάνηκε να κλείνει και παντού απλώθηκε η σιωπή κα το σκοτάδι της νύχτας. Όλα τα στοιχεία πήραν ξανά τη φυσική τους μορφή. Ο Θεοφάνης προσπαθούσε να συνέλθει και να συμμαζέψει την πήλινη καρδιά του. Σωματικά αισθανόταν εξαντλημένος, αλλά ψυχικά αναγεννημένος. Πόσο φτωχά σκληρά και άγρια του φαινόταν πια όλα γύρω του. Σα να είχαν αποκτήσει βάρος, όπως και το σώμα του, που το αισθανόταν και αυτό πιο βαρύ.
Έσυρε με κόπο τα βήματά του ως το σπίτι του. Έφτασε πολύ αργά και οι γονείς του πήγαιναν να τρελαθούν από τη στενοχώρια τους, νομίζοντας ότι είχε χαθεί. Δεν τον μάλωσαν όμως καθόλου. Ανακουφισμένη η μητέρα του, του έδωσε ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι να πιει και αμέσως μετά τον σκέπασε με τα μια χοντρή μάλλινη κουβέρτα στο κρεβατάκι του. Δεν είπε τίποτα ο Θεοφάνης. Κοιμήθηκε αμίλητος με ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Ο Θεοφάνης έγινε ολόκληρος άντρας και έκανε μια όμορφη οικογένεια με πολλά χαριτωμένα παιδιά. Δεν ξέχασε όμως. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων αφού ξεπροβοδούσε τα παιδιά του, που έβγαιναν για τα κάλαντα, καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και παρατηρούσε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το βλέμμα του περιπλανιόταν στα κλαδιά και τα στολίδια του και κατέληγε στη βάση του όπου είχε μια μικρή φάτνη.
Ένα γλυκό χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη του καθώς δίπλα της αναγνώριζε μια γνώριμη φιγούρα. Ένα παράξενο μουσικό όργανο. Με πλήκτρα σαν του ακορντεόν και φυσερό σαν της φλογέρας. Η παιδική του μελόντικα! Την άγγιζε τρυφερά και με συγκίνηση ακουμπούσε το στόμιό της στα χείλη του. Έκλεινε τα μάτια και βυθιζόταν στον εαυτό του. Άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του να κινούνται σε ένα μυστικό ρυθμό: «Χριστούλη μου, Χριστούλη μου, Χριστούλη μου…».
Ο αέρας ξεχυνόταν απ΄ τα πνευμόνια του και ο ήχος της μελόντικας ταξίδευε αβίαστα σαν ελεύθερος ύμνος στο δωμάτιο, περνούσε απ’ τα παράθυρα, απλωνόταν στη γειτονιά και ανέβαινε σαν προσευχή στον ουρανό.
Ο Θεοφάνης αφουγκραζόταν βαθιά μέσα του και περίμενε. Περίμενε συνεσταλμένος μέχρι το πνεύμα του να ακούσει ξανά τη θεία μελωδία των παιδικών του χρόνων. Μέχρι η ψυχή του να ατενίσει ξανά το θείο φως. Μέχρι να πλημμυρίσει ξανά την καρδιά του από την αγάπη Του Νέου που πρωτοαντίκρισε μικρός. Μέχρι το είναι του να νιώσει ξανά την πηγή του θείου ελέους. Μέχρι να… συμμετάσχει ξανά στη Δοξολογία του σύμπαντος κόσμου για τη γέννηση του ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ…

ΥΓ1. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το βεβαιώνω σαν φίλος του Θεοφάνη που συμμετείχα σε αυτή την παιδική παρέα των χριστουγέννων του 1974...

Massive

  • Assistant Team\Newsposters
  • DEMO UPLOADER!
Re: KALES GIORTES
« Reply #35 on: December 26, 2008, 10:34:46 PM »
Omg what a huge reply :D :D

XRONIA POLLA SE OLOUS !!!!

t.breaker

  • DEMO UPLOADER!
Re: KALES GIORTES
« Reply #36 on: December 27, 2008, 03:58:59 AM »
Quote
Omg what a huge reply :D :D


copy paste ftw ?   ;D

stEWIE

  • DV zombie
  • ostouhc
Re: KALES GIORTES
« Reply #37 on: December 27, 2008, 01:04:27 PM »


ΥΓ1. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το βεβαιώνω σαν φίλος του Θεοφάνη που συμμετείχα σε αυτή την παιδική παρέα των χριστουγέννων του 1974...

Και γω ρε μαν προψε επηδησα την Ευα Μεντες.

Και η ιστορια ειναι περα για περα αληθινη. Το βεβαιωνω σαν επιβητορας και πρωην γκομενος της Ευας που συμμετειχα σε αυτο το οργιο.

Μου χει κανει και αφιερωση στο σικουελ του sin city.

 :D :D
One day when we 're far away
from everything that hurts,
♫ drink wine and screw is
all we 'll do ♫
every day

pancy

  • DV zombie
Re: KALES GIORTES
« Reply #38 on: December 28, 2008, 05:32:27 AM »
Καλές γιορτές με υγεία ευτυχία και ότι επιθυμείτε. :) :) :) :

TYRANOUS-

  • DV zombie
Re: KALES GIORTES
« Reply #39 on: January 04, 2011, 03:51:31 AM »
Χρόνια Πολλά σε όλους,ότι επιθυμειτε  ;D :D
ΥΓ:Άντε με το 2007 πιο πολλά kills  ;)

Τ y r a n ou s


sniff sniff I miss cod2 and old times :D

Xronia polla cod gr its been a long time and i luv u :D

Adr1ano

  • DV zombie
Re: KALES GIORTES
« Reply #40 on: January 04, 2011, 04:15:56 AM »
Pou einai o zbou ?
Search AnD Destroy mp_Citystreets

zGIN♂

  • DV zombie
  • Posts: 2460
Re: KALES GIORTES
« Reply #41 on: January 04, 2011, 09:59:06 AM »

cokaRiolic

  • Assistant Team\Newsposters
  • DV zombie
Re: KALES GIORTES
« Reply #42 on: January 04, 2011, 11:52:56 AM »
hahahahahahahahahahHHAhAHhHhhhahahahhah
ΠΟΛΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ ΝΟΗΜΑ

$at@n4c fAc

  • CBWARRIOR.
Re: KALES GIORTES
« Reply #43 on: January 04, 2011, 01:38:54 PM »
Που είναι αυτός ο μαλάκας ο zbou; Πάντα αναρωτιόμουν...

AssVas

  • Administrator
  • DV zombie
  • Roger That 3506
Re: KALES GIORTES
« Reply #44 on: January 06, 2011, 08:44:03 PM »

sniff sniff I miss cod2 and old times :D

Xronia polla cod gr its been a long time and i luv u :D

Den ekames apply gia cod2 NC ....
<BriZolaS> kala koita egw ton assvas ton exw paradextei
<BriZolaS> sto oti phge rodo kai apo tdm to gurisate sd
<BriZolaS> einai san na stelneis ierapostolo stous zoulou na tous kaneis xristianous